- υποδομή
- η / ὑποδομή, ΝΑ, και δωρ. τ. ὑποδομά, ἁ, Ανεοελλ.1. τμήμα δομικού έργου κάτω από την επιφάνεια τού εδάφους·2. δομική κατασκευή που χρησιμεύει ως βάση άλλης τεχνικής κατασκευής·3. κεφάλαιο τού τεχνικού τομέα, που ασχολείται με την κατασκευή σιδηροδρόμων, το οποίο εξετάζει τα σχετικά με τη χάραξη ή την επιχωμάτωση τών σιδηροδρομικών οδών4. (κοινων.) (στη μαρξιστ. φιλοσ.) η οικονομική δομή μιας κοινωνίας, που συγκροτείται από το σύνολο τών παραγωγικών σχέσεων, η βάση πάνω στην οποία υψώνεται και από την οποία εξαρτάται η υπερδομή, το εποικοδόμημα τών πολιτικών, νομικών κ.ά. θεσμών, και τών πολιτικών, νομικών, αισθητικών κ.ά. ιδεών5. το σύνολο τών οικονομικών ή τεχνικών προπαρασκευών που απαιτούνται για την ανάπτυξη ενός πλουτοπαραγωγικού τομέα μιας χώρας («η ανάπτυξη τού τουρισμού απαιτεί και την κατάλληλη υποδομή, όπως συγκοινωνιακά μέσα, σύγχρονα οικοδομικά συγκροτήματα κ.ά.»)6. μτφ. προϋπόθεση («για τη συγκρότηση υγιούς προσωπικότητας απαιτείται η κατάλληλη υποδομή, σωστό κοινωνικό περιβάλλον και ευρεία μόρφωση»)αρχ.τοίχος υποστήριξης.
Dictionary of Greek. 2013.